- ψιλαίνω
- (αόρ. (ε)ψίλανα и (ε)ψίληνα) μετ.1) утончать, делать тоньше; заострять; 2) делать мелким, размельчать;
§ ψιλαίνω τη φωνή — переходить, срываться на фальцет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ ψιλαίνω τη φωνή — переходить, срываться на фальцет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψιλαίνω — Ν [ψιλός] κάνω κάτι λεπτό, οξύνω («ψιλαίνω τη φωνή μου») … Dictionary of Greek
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek